Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρηνιώδης
ἀνθρηνοειδής
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάρεσκος
View word page
ἀνθράκωμα
heap of charcoal, coal-fire

ShortDef

heap of charcoal, coal-fire

Debugging

Headword:
ἀνθράκωμα
Headword (normalized):
ἀνθράκωμα
Headword (normalized/stripped):
ανθρακωμα
IDX:
7668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7669
Key:

Data

{'content': 'heap of charcoal, coal-fire'}