Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
προϋποθετέον
προϋποκατασκευή
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προϋπομνηματίζομαι
View word page
προϋπισχνέομαι
promise before

ShortDef

promise before

Debugging

Headword:
προϋπισχνέομαι
Headword (normalized):
προϋπισχνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προυπισχνεομαι
IDX:
76688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76689
Key:

Data

{'content': 'promise before'}