Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπαλλάττω
προϋπαντάω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
προϋποδείκνυμι
View word page
προϋπερείδομαι
to be sustained

ShortDef

to be sustained

Debugging

Headword:
προϋπερείδομαι
Headword (normalized):
προϋπερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προυπερειδομαι
IDX:
76683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76684
Key:

Data

{'content': 'to be sustained'}