Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋπαλείφω
προϋπαλλάττω
προϋπαντάω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
προϋπογραφή
προϋπογράφω
View word page
προϋπεργασία
preparation, previous defence of what one is going to say

ShortDef

preparation, previous defence of what one is going to say

Debugging

Headword:
προϋπεργασία
Headword (normalized):
προϋπεργασία
Headword (normalized/stripped):
προυπεργασια
IDX:
76682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76683
Key:

Data

{'content': 'preparation, previous defence of what one is going to say'}