Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προϋπακουστέον
προϋπακούω
προϋπαλείφω
προϋπαλλάττω
προϋπαντάω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
προϋποβάλλω
προϋποβρέχω
View word page
προϋπεξορμάω
to go out secretly before
ShortDef
to go out secretly before
Debugging
Headword:
προϋπεξορμάω
Headword (normalized):
προϋπεξορμάω
Headword (normalized/stripped):
προυπεξορμαω
IDX:
76680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76681
Key:
Data
{'content': 'to go out secretly before'}