Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προὐννέπω
προϋπάγομαι
προϋπακουστέον
προϋπακούω
προϋπαλείφω
προϋπαλλάττω
προϋπαντάω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
προϋπεροχή
προϋπέρχομαι
προϋπεύθυνος
προϋπηρετέω
προϋπισχνέομαι
View word page
προϋπεκλύω
loosen

ShortDef

loosen

Debugging

Headword:
προϋπεκλύω
Headword (normalized):
προϋπεκλύω
Headword (normalized/stripped):
προυπεκλυω
IDX:
76678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76679
Key:

Data

{'content': 'loosen'}