Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προϋλακτέω
προύμνη
προῦμνον
προύνεικος
προυνικία
προὐννέπω
προϋπάγομαι
προϋπακουστέον
προϋπακούω
προϋπαλείφω
προϋπαλλάττω
προϋπαντάω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προΰπειμι
προϋπεκλύω
προϋπεξέρχομαι
προϋπεξορμάω
προϋπεργάζομαι
προϋπεργασία
προϋπερείδομαι
View word page
προϋπαλλάττω
mortgage previously

ShortDef

mortgage previously

Debugging

Headword:
προϋπαλλάττω
Headword (normalized):
προϋπαλλάττω
Headword (normalized/stripped):
προυπαλλαττω
IDX:
76673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76674
Key:

Data

{'content': 'mortgage previously'}