Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτροπή
πρότροπος
πρότροχος
προτρύγαιος
προτρυγάω
προτρύγησις
προτρυγητήρ
προτρώγω
προτυγχάνω
προτυμβίδιος
προτυπόω
προτύπτω
προτύπωμα
προτύπωσις
προϋγραίνω
προϋδροποτέω
προϋιωνός
προϋλακτέω
προύμνη
προῦμνον
προύνεικος
View word page
προτυπόω
to mould beforehand

ShortDef

to mould beforehand

Debugging

Headword:
προτυπόω
Headword (normalized):
προτυπόω
Headword (normalized/stripped):
προτυποω
IDX:
76656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76657
Key:

Data

{'content': 'to mould beforehand'}