Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτροπάδαν
προτροπάδην
προτροπή
πρότροπος
πρότροχος
προτρύγαιος
προτρυγάω
προτρύγησις
προτρυγητήρ
προτρώγω
προτυγχάνω
προτυμβίδιος
προτυπόω
προτύπτω
προτύπωμα
προτύπωσις
προϋγραίνω
προϋδροποτέω
προϋιωνός
προϋλακτέω
προύμνη
View word page
προτυγχάνω
to come before
ShortDef
to come before
Debugging
Headword:
προτυγχάνω
Headword (normalized):
προτυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
προτυγχανω
IDX:
76654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76655
Key:
Data
{'content': 'to come before'}