Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτραχύνω
προτρέπομαι
προτρέπτης
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέφω
προτρέχω
προτριακάς
προτρίβω
πρότριτα
προτροπάδαν
προτροπάδην
προτροπή
πρότροπος
πρότροχος
προτρύγαιος
προτρυγάω
προτρύγησις
προτρυγητήρ
προτρώγω
προτυγχάνω
View word page
προτροπάδαν
headlong
ShortDef
headlong
Debugging
Headword:
προτροπάδαν
Headword (normalized):
προτροπάδαν
Headword (normalized/stripped):
προτροπαδαν
IDX:
76644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76645
Key:
Data
{'content': 'headlong'}