Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτόνιον
πρότονοι
πρότονος
προτοῦ
προτραγῳδέω
προτραχύνω
προτρέπομαι
προτρέπτης
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέφω
προτρέχω
προτριακάς
προτρίβω
πρότριτα
προτροπάδαν
προτροπάδην
προτροπή
πρότροπος
πρότροχος
προτρύγαιος
View word page
προτρέφω
nourish, feed before

ShortDef

nourish, feed before

Debugging

Headword:
προτρέφω
Headword (normalized):
προτρέφω
Headword (normalized/stripped):
προτρεφω
IDX:
76639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76640
Key:

Data

{'content': 'nourish, feed before'}