Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
ἀνθρήνη
View word page
ἀνθρακοβότανον
betony

ShortDef

betony

Debugging

Headword:
ἀνθρακοβότανον
Headword (normalized):
ἀνθρακοβότανον
Headword (normalized/stripped):
ανθρακοβοτανον
IDX:
7663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7664
Key:

Data

{'content': 'betony'}