Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτομαφόρος
προτομή
προτονίζω
προτόνιον
πρότονοι
πρότονος
προτοῦ
προτραγῳδέω
προτραχύνω
προτρέπομαι
προτρέπτης
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέφω
προτρέχω
προτριακάς
προτρίβω
πρότριτα
προτροπάδαν
προτροπάδην
προτροπή
View word page
προτρέπτης
one who admonishes

ShortDef

one who admonishes

Debugging

Headword:
προτρέπτης
Headword (normalized):
προτρέπτης
Headword (normalized/stripped):
προτρεπτης
IDX:
76636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76637
Key:

Data

{'content': 'one who admonishes'}