Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
ἀνθρηδών
View word page
ἀνθρακίτης
gem

ShortDef

gem

Debugging

Headword:
ἀνθρακίτης
Headword (normalized):
ἀνθρακίτης
Headword (normalized/stripped):
ανθρακιτης
IDX:
7662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7663
Key:

Data

{'content': 'gem'}