Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτολμάομαι
προτομαφόρος
προτομή
προτονίζω
προτόνιον
πρότονοι
πρότονος
προτοῦ
προτραγῳδέω
προτραχύνω
προτρέπομαι
προτρέπτης
προτρεπτικός
προτρέπω
View word page
προτονίζω
to haul up with
ShortDef
to haul up with
Debugging
Headword:
προτονίζω
Headword (normalized):
προτονίζω
Headword (normalized/stripped):
προτονιζω
IDX:
76628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76629
Key:
Data
{'content': 'to haul up with'}