Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρότιμος
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτολμάομαι
προτομαφόρος
προτομή
προτονίζω
προτόνιον
πρότονοι
πρότονος
προτοῦ
προτραγῳδέω
προτραχύνω
προτρέπομαι
View word page
προτολμάομαι
to be first ventured

ShortDef

to be first ventured

Debugging

Headword:
προτολμάομαι
Headword (normalized):
προτολμάομαι
Headword (normalized/stripped):
προτολμαομαι
IDX:
76625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76626
Key:

Data

{'content': 'to be first ventured'}