Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτολμάομαι
προτομαφόρος
προτομή
προτονίζω
προτόνιον
πρότονοι
πρότονος
View word page
προτιτρώσκω
wound beforehand

ShortDef

wound beforehand

Debugging

Headword:
προτιτρώσκω
Headword (normalized):
προτιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
προτιτρωσκω
IDX:
76621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76622
Key:

Data

{'content': 'wound beforehand'}