Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτηρέω
Προτιάων
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
προτιτλόω
προτιτρώσκω
προτιτύσκω
προτίω
πρότμησις
προτολμάομαι
προτομαφόρος
View word page
προτιμωρέω
to help beforehand

ShortDef

to help beforehand

Debugging

Headword:
προτιμωρέω
Headword (normalized):
προτιμωρέω
Headword (normalized/stripped):
προτιμωρεω
IDX:
76616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76617
Key:

Data

{'content': 'to help beforehand'}