Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτήνιον
προτηρέω
Προτιάων
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
προτιμητέον
προτιμία
πρότιμος
προτιμωρέω
προτινάσσω
προτίοπτος
προτιόσσομαι
View word page
προτίθημι
to place before, to propose, to prefer
ShortDef
to place before, to propose, to prefer
Debugging
Headword:
προτίθημι
Headword (normalized):
προτίθημι
Headword (normalized/stripped):
προτιθημι
IDX:
76609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76610
Key:
Data
{'content': 'to place before, to propose, to prefer'}