Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
View word page
ἀνθράκινος
of the nature of, or made of, a carbuncle
ShortDef
of the nature of, or made of, a carbuncle
Debugging
Headword:
ἀνθράκινος
Headword (normalized):
ἀνθράκινος
Headword (normalized/stripped):
ανθρακινος
IDX:
7660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7661
Key:
Data
{'content': 'of the nature of, or made of, a carbuncle'}