Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτήνιον
προτηρέω
Προτιάων
προτιθασεύω
προτίθημι
προτίκτω
προτιμάω
προτίμησις
View word page
προτήθη
great-grandmother
ShortDef
great-grandmother
Debugging
Headword:
προτήθη
Headword (normalized):
προτήθη
Headword (normalized/stripped):
προτηθη
IDX:
76602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76603
Key:
Data
{'content': 'great-grandmother'}