Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτήνιον
προτηρέω
Προτιάων
προτιθασεύω
προτίθημι
View word page
προτεχνολογέω
treat technically before

ShortDef

treat technically before

Debugging

Headword:
προτεχνολογέω
Headword (normalized):
προτεχνολογέω
Headword (normalized/stripped):
προτεχνολογεω
IDX:
76599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76600
Key:

Data

{'content': 'treat technically before'}