Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτήνιον
προτηρέω
Προτιάων
προτιθασεύω
View word page
προτεύχω
to do beforehand
ShortDef
to do beforehand
Debugging
Headword:
προτεύχω
Headword (normalized):
προτεύχω
Headword (normalized/stripped):
προτευχω
IDX:
76598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76599
Key:
Data
{'content': 'to do beforehand'}