Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
προτεχνολόγημα
προτεχνόομαι
προτήθη
προτήθυς
προτήκω
προτήνιον
προτηρέω
View word page
προτέρωσε
toward the front, forward

ShortDef

toward the front, forward

Debugging

Headword:
προτέρωσε
Headword (normalized):
προτέρωσε
Headword (normalized/stripped):
προτερωσε
IDX:
76596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76597
Key:

Data

{'content': 'toward the front, forward'}