Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
προτεχνολογέω
View word page
προτερηγενής
born sooner, older

ShortDef

born sooner, older

Debugging

Headword:
προτερηγενής
Headword (normalized):
προτερηγενής
Headword (normalized/stripped):
προτερηγενης
IDX:
76589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76590
Key:

Data

{'content': 'born sooner, older'}