Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακόω
ἀνθράκωμα
View word page
ἀνθρακίζω
to make charcoal of, to roast

ShortDef

to make charcoal of, to roast

Debugging

Headword:
ἀνθρακίζω
Headword (normalized):
ἀνθρακίζω
Headword (normalized/stripped):
ανθρακιζω
IDX:
7658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7659
Key:

Data

{'content': 'to make charcoal of, to roast'}