Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
προτέρησις
προτερικόν
πρότερος
προτέρω
προτέρωθεν
προτέρωσε
προτέταρτον
προτεύχω
View word page
προτερέω
to be before, be in advance
ShortDef
to be before, be in advance
Debugging
Headword:
προτερέω
Headword (normalized):
προτερέω
Headword (normalized/stripped):
προτερεω
IDX:
76588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76589
Key:
Data
{'content': 'to be before, be in advance'}