Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
προτελεύτησις
προτέλευτος
προτελέω
προτελής
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
προτερεία
προτερεύω
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
View word page
προτέμνω
to cut up beforehand

ShortDef

to cut up beforehand

Debugging

Headword:
προτέμνω
Headword (normalized):
προτέμνω
Headword (normalized/stripped):
προτεμνω
IDX:
76580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76581
Key:

Data

{'content': 'to cut up beforehand'}