Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
προτελεύτησις
προτέλευτος
προτελέω
προτελής
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτεράσιος
View word page
προτέλευτος
penultimate
ShortDef
penultimate
Debugging
Headword:
προτέλευτος
Headword (normalized):
προτέλευτος
Headword (normalized/stripped):
προτελευτος
IDX:
76575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76576
Key:
Data
{'content': 'penultimate'}