Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
προτελεύτησις
προτέλευτος
προτελέω
προτελής
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτενθεύω
View word page
προτελευτάω
die before
ShortDef
die before
Debugging
Headword:
προτελευτάω
Headword (normalized):
προτελευτάω
Headword (normalized/stripped):
προτελευταω
IDX:
76572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76573
Key:
Data
{'content': 'die before'}