Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοπώλης
View word page
ἀνθρακίας
a man black as a collier

ShortDef

a man black as a collier

Debugging

Headword:
ἀνθρακίας
Headword (normalized):
ἀνθρακίας
Headword (normalized/stripped):
ανθρακιας
IDX:
7656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7657
Key:

Data

{'content': 'a man black as a collier'}