Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
προτελεύτησις
προτέλευτος
προτελέω
προτελής
View word page
προτελειόω
perform preliminary initiation
ShortDef
perform preliminary initiation
Debugging
Headword:
προτελειόω
Headword (normalized):
προτελειόω
Headword (normalized/stripped):
προτελειοω
IDX:
76567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76568
Key:
Data
{'content': 'perform preliminary initiation'}