Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
προτελευταῖος
προτελευτάω
προτελευτή
View word page
προτείχισμα
advanced fortification, outwork
ShortDef
advanced fortification, outwork
Debugging
Headword:
προτείχισμα
Headword (normalized):
προτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
προτειχισμα
IDX:
76563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76564
Key:
Data
{'content': 'advanced fortification, outwork'}