Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκνόω
προτέλεια
προτέλειος
προτελειόω
προτέλεσις
προτέλεσμα
προτελεσματικός
View word page
προτέγισμα
eaves

ShortDef

eaves

Debugging

Headword:
προτέγισμα
Headword (normalized):
προτέγισμα
Headword (normalized/stripped):
προτεγισμα
IDX:
76560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76561
Key:

Data

{'content': 'eaves'}