Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
View word page
ἀνθρακιά
a heap of charcoal, hot embers

ShortDef

a heap of charcoal, hot embers

Debugging

Headword:
ἀνθρακιά
Headword (normalized):
ἀνθρακιά
Headword (normalized/stripped):
ανθρακια
IDX:
7655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7656
Key:

Data

{'content': 'a heap of charcoal, hot embers'}