Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
προτειχίζω
προτείχισμα
προτεκνόω
προτέλεια
View word page
προτάσσω
to place in front

ShortDef

to place in front

Debugging

Headword:
προτάσσω
Headword (normalized):
προτάσσω
Headword (normalized/stripped):
προτασσω
IDX:
76555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76556
Key:

Data

{'content': 'to place in front'}