Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
προτέγιον
προτέγισμα
προτείνω
View word page
προταράσσω
disturb beforehand

ShortDef

disturb beforehand

Debugging

Headword:
προταράσσω
Headword (normalized):
προταράσσω
Headword (normalized/stripped):
προταρασσω
IDX:
76551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76552
Key:

Data

{'content': 'disturb beforehand'}