Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
View word page
ἀνθρακηρός
belonging to charcoal

ShortDef

belonging to charcoal

Debugging

Headword:
ἀνθρακηρός
Headword (normalized):
ἀνθρακηρός
Headword (normalized/stripped):
ανθρακηρος
IDX:
7654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7655
Key:

Data

{'content': 'belonging to charcoal'}