Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
προτέγγω
View word page
προταμιεῖον
a room before a storeroom

ShortDef

a room before a storeroom

Debugging

Headword:
προταμιεῖον
Headword (normalized):
προταμιεῖον
Headword (normalized/stripped):
προταμιειον
IDX:
76548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76549
Key:

Data

{'content': 'a room before a storeroom'}