Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
πρόταξις
προταράσσω
προταρβέω
προταριχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτατέον
προτατικός
View word page
προταλαιπωρέομαι
suffer beforehand

ShortDef

suffer beforehand

Debugging

Headword:
προταλαιπωρέομαι
Headword (normalized):
προταλαιπωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
προταλαιπωρεομαι
IDX:
76547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76548
Key:

Data

{'content': 'suffer beforehand'}