Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
προταμιεύω
πρόταξις
προταράσσω
View word page
προταίνιον
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
προταίνιον
Headword (normalized):
προταίνιον
Headword (normalized/stripped):
προταινιον
IDX:
76541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76542
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}