Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
προταλαιπωρέομαι
προταμιεῖον
View word page
προσωφελητέος
one must assist

ShortDef

one must assist

Debugging

Headword:
προσωφελητέος
Headword (normalized):
προσωφελητέος
Headword (normalized/stripped):
προσωφελητεος
IDX:
76538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76539
Key:

Data

{'content': 'one must assist'}