Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
πρότακτος
View word page
προσωφέλησις
help, aid, advantage

ShortDef

help, aid, advantage

Debugging

Headword:
προσωφέλησις
Headword (normalized):
προσωφέλησις
Headword (normalized/stripped):
προσωφελησις
IDX:
76536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76537
Key:

Data

{'content': 'help, aid, advantage'}