Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
προτακτός
View word page
προσωφέλημα
help

ShortDef

help

Debugging

Headword:
προσωφέλημα
Headword (normalized):
προσωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
προσωφελημα
IDX:
76535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76536
Key:

Data

{'content': 'help'}