Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
προτακτέος
προτακτικός
View word page
προσωφελέω
to help
ShortDef
to help
Debugging
Headword:
προσωφελέω
Headword (normalized):
προσωφελέω
Headword (normalized/stripped):
προσωφελεω
IDX:
76534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76535
Key:
Data
{'content': 'to help'}