Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέον
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προταίνιον
προτακτέον
View word page
προσωρεύω
heap up before
ShortDef
heap up before
Debugging
Headword:
προσωρεύω
Headword (normalized):
προσωρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσωρευω
IDX:
76532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76533
Key:
Data
{'content': 'heap up before'}