Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
View word page
ἀνθρακευτός
which can be carbonized

ShortDef

which can be carbonized

Debugging

Headword:
ἀνθρακευτός
Headword (normalized):
ἀνθρακευτός
Headword (normalized/stripped):
ανθρακευτος
IDX:
7652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7653
Key:

Data

{'content': 'which can be carbonized'}