Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
View word page
προσωπολήπτης
a respecter of persons

ShortDef

a respecter of persons

Debugging

Headword:
προσωπολήπτης
Headword (normalized):
προσωπολήπτης
Headword (normalized/stripped):
προσωποληπτης
IDX:
76525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76526
Key:

Data

{'content': 'a respecter of persons'}