Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
προσωτέρω
προσωφελέω
View word page
προσωποληπτέω
to be a respecter of persons
ShortDef
to be a respecter of persons
Debugging
Headword:
προσωποληπτέω
Headword (normalized):
προσωποληπτέω
Headword (normalized/stripped):
προσωποληπτεω
IDX:
76524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76525
Key:
Data
{'content': 'to be a respecter of persons'}