Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσψύχω
πρόσω
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
προσωποποιέω
προσωποποιία
προσωποποιός
προσωποῦττα
προσωρεύω
View word page
προσωπεῖον
a mask

ShortDef

a mask

Debugging

Headword:
προσωπεῖον
Headword (normalized):
προσωπεῖον
Headword (normalized/stripped):
προσωπειον
IDX:
76522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76523
Key:

Data

{'content': 'a mask'}